- πολυμελώς
- Αεπίρρ. βλ. πολυμελής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυμελῶς — πολυμελής with many members adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμελής — ές, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλά μέλη, που αποτελείται από πολλά μέλη (α. «πολυμελής οικογένεια» β. «πολυμελές δικαστήριο» γ) «πολυμελὲς γὰρ καὶ πολυειδές», Πλάτ.) αρχ. ποικιλόφθογγος, αυτός που μπορεί να τραγουδήσει πολλά μέλη, πολλές μελωδίες.… … Dictionary of Greek